- παράβολος
- -η, -ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, -ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β. «παράβολον καὶ χαλεπὸν πρᾱγμα», Ισοκρ.)3. το ουδ. ως ουσ. το παράβολο(ώς δικανικός όρος) παρακαταθήκη ή προκαταβολή χρηματικού ποσού σε δικαστικές υποθέσεις, και ιδίως σε περιπτώσεις εφέσεων, για να χρησιμεύσει ως ενέχυρο ή εγγύηση για το πρόστιμο σε περίπτωση αποτυχίαςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. παραστατικό έγγραφο τής καταβολής σε δημόσια αρχή ορισμένου χρηματικού ποσού που είναι απαραίτητο για την άσκηση ενδίκου μέσου, λ.χ. για να συζητηθεί η σχετιζόμενη με αυτό στο δικαστήριο υπόθεση, ή για την άσκηση ορισμένου δικαιώματος, όπως είναι λ.χ. η συμμετοχή υποψήφιου βουλευτή στον εκλογικό αγώνααρχ.1. αυτός που έχει αμφίβολη σημασία, απατηλός2. το ουδ. ως ουσ. α) τολμηρή διάθεση ή απόφασηβ) παρυφή ιματίουγ) τολμηρή μεταφορά3. (η αιτ. τού ουδ. στον συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) παραβολώτερονπιο παράτολμα, ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα.επίρρ...παραβόλως Α1. παράτολμα, απερίσκεπτα2. αιφνίδια, ανέλπιστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μετά-βολος].
Dictionary of Greek. 2013.